ἀνέρεικτος

ἀνέρεικτος
ἀνέρεικτος or [suff] ἀνέργ-ικτος, ον,
A not bruised, unground, Hp.Aff.52.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ανέρεικτος — ἀνέρεικτος (κ. ικτος), ον (Α) αυτός που δεν έχει αλεστεί, ακοπάνιστος, άτριφτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + ερειχτός «αλεσμένος» < ερείκω «σχίζω, κοπανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • ανέρικτος — ἀνέρικτος, ο (Α) βλ. ανέρεικτος …   Dictionary of Greek

  • ανήρεικτος — ον (Α) ο ανέρεικτος.* …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”